Έτσι πρέπει να είναι οι ήρωες!
Σαν τους Λάκη Σάντα και Μανώλη Γλέζο.
Να "μιλάνε" με τις πράξεις τους και το ακέραιο ήθος τους!
Αναδημοσίευση από antinews gr και protagon.gr
Μια εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, ο Λάκης Σάντας, ο άνθρωπος που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, απεβίωσε σήμερα, σε ηλικία 89 ετών, ένα μήνα πριν την συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της “σβάστικας” από τον ιερό βράχο. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. «Ήταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης», είπαν στη Βουλή, τιμώντας τον Λάκη Σάντα και το Μανώλη Γλέζο, το Νοέμβριο του 2008. «Δύο δεκαοκτάχρονα που έπαιξαν με την ιστορία, είδαν ένα σύμβολο και αποφάσισαν να γίνουν σύμβολα οι ίδιοι».
«Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, “ανώνυμοι”» έλεγε.
Ας δουμε πώς περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του "Μια νύχτα στην Ακρόπολη" το ιστορικό γεγονός:
«...Μια μέρα, που όλοι μαζί οι φοιτητές παρέα βρισκόμασταν πάλι στο Ζάππειο και συζητούσαμε, σε κάποια στιγμή που ο Μανώλης ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη, γυρίζει και μου λέει: «Λάκη, κοίταξε κει πάνω, κοίταξε να δεις τι γίνεται κει πάνω...» Κοιτάζω και βλέπω τη γερμανική σημαία που κυμάτιζε... Εγώ είχα κάνει μια μέρα, στην αρχή που οι Γερμανοί έβαλαν τη σημαία τους στην Ακρόπολη, τη σκέψη ότι ο Χίτλερ, κυρίαρχος του κόσμου τότε, θεωρούσε την Ακρόπολη, την κορυφαία έκφραση Πολιτισμού, ως την υπέρτατη κατάκτησή του, δεδομένης της αρχαιολατρίας του (θεωρίες Άριας φυλής κλπ.). Γι' αυτό και τοποθέτησε εκεί την πολεμική του σημαία, έχοντας την αίσθηση ότι είναι ο άρχων της γης!
Αυτομάτως, παίρνω τη σκέψη του φίλου μου και του λέω απότομα και με σιγουριά: «Ναι, έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους κάνουμε, αν μπορούμε...».
Ενώ για πολλές μέρες μελετούσαμε σχέδια και λέγαμε «να κάνουμε αυτό ή το άλλο», κανένα δεν μας ικανοποιούσε και έτσι τα απορρίπταμε. Από τη στιγμή όμως εκείνη το βρήκαμε σωστό, και αρχίσαμε να μεθοδεύουμε το πώς και τι θα κάναμε.
Πήγαμε πρώτα, λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και ψάξαμε στην Εγκυκλοπαίδεια ό,τι είχε σχέση με την Ακρόπολη. Πήραμε τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Παιδιά μορφωμένα είμαστε, ξέραμε πώς να κινηθούμε και να μην κάνουμε ενέργειες σπασμωδικές. Είδαμε και μελετήσαμε όλο το ιστορικό του Ιερού Βράχου.
Καταλήξαμε σ' ένα σημείο όπου βρισκόταν μια ρωγμή, στο βορεινό μέρος του Ερεχθείου, εκεί που ήταν το σπήλαιο της Αγραύλου κι από κάτω ήταν ένα ξεροπήγαδο: το άντρο του Εριχθόνιου. Δηλαδή, εκεί έμενε ο ιερός όφις της Αθηνάς -ο Εριχθόνιος- ο φύλακας της Ακρόπολης, στον οποίο οι ιερείς έριχναν μία φορά το μήνα μελόπιτες, για να συντηρείται.
Η ρωγμή αυτή του σπηλαίου μάς γέμιζε με σκέψεις, πώς θα μπορούσαμε -και αν θα μπορούσαμε- να φθάσουμε από κει ως επάνω. Ξέραμε ότι είχαν κάνει εκεί ανασκαφές Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε, λοιπόν, αρχίσαμε να κατοπτεύουμε το μέρος, και σε κάποια στιγμή παρατηρήσαμε μια παλιά ξύλινη πόρτα με σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη -τοποθετημένη, μάλλον- επάνω σ' ένα μέρος του βράχου, οπότε καταλάβαμε ότι εκεί θα είχε κάποια οπή.
Έτσι, την ίδια κιόλας μέρα, αποφασίσαμε να πάμε να ερευνήσουμε, όπως κι έγινε. Πήγαμε σ' ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης - λίγο πιο κάτω είναι μια εκκλησία αφιερωμένη, νομίζω, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Καθίσαμε στο καφενεδάκι λοιπόν για να περάσει η ώρα και κατόπιν πηδήξαμε απ' τα συρματοπλέγματα, προχωρήσαμε μες απ' τα δέντρα και φτάσαμε σ' αυτή την πόρτα. Εκεί, είδαμε ότι υπήρχε ένα λουκέτο, σκουριασμένο, το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες κι ανοίξαμε την πόρτα. Είδαμε τότε μια μεγάλη οπή, αλλά δεν είχαμε μαζί μας φανάρι, είχε και νυχτερίδες μέσα, για τούτο και φύγαμε και ξαναπήγαμε το άλλο βράδυ.
Η κυκλοφορία, τότε, ήταν απαγορευμένη από τις 11 τη νύχτα έως τις 6 το πρωί. Εμείς πήγαμε από τις 9, έχοντας μαζί μας κι ένα μικρό φανάρι∙ έτσι είδαμε εκεί μέσα ότι στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα και πιο πέρα η τρύπα, που ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο είχε μαδέρια, με τέτοιο τρόπο τοποθετημένα, που ανέβαιναν προς τα πάνω και βέβαια είχαν μείνει από τις ανασκαφές που έκαναν οι αρχαιολόγοι. Όμως δεν γνωρίζαμε την αντοχή τους και για τούτο προσπαθήσαμε να τα δοκιμάσουμε, ανεβαίνοντας στα πρώτα. Καταλάβαμε, λοιπόν, ότι μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος μας.
Φύγαμε, και τρεις μέρες αργότερα ξαναπήγαμε, ήταν Κυριακή, και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη. Οπότε, σε κάποια στιγμή που είδαμε ότι δεν μας πρόσεχε κανένας, πήγαμε προς το Ερεχθείο και κοιτάξαμε το βάθρο, τα σκαλιά, καθώς και την οπή πάλι. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και είδαμε ότι τα μαδέρια ήταν μισό μέτρο από το τελευταίο σκαλί. Έτσι βεβαιωθήκαμε ότι μπορούμε να φθάσουμε μέχρι εκεί. Αποφασίσαμε τότε ότι από εκεί θ' ανεβαίναμε. Το ζήτημα ήταν ότι μπροστά από το στρογγυλό εκείνο βάθρο που ήταν η σημαία -το μπελβεντέρε- υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη, μέσα στην οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό. Ακόμα, στα Προπύλαια υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών, που φύλαγε τη σημαία.
Πρέπει να πω ότι γι' αυτή μας την απόφαση δεν είχαμε μιλήσει σε άλλους. Ίσως για να μη διαρρεύσει το μυστικό, ίσως γιατί σκεφτόμαστε πόσο κατάστηθα θα δέχονταν το χτύπημα αυτό οι Γερμανοί, δηλαδή την προσβολή της αρπαγής της πολεμικής σημαίας τους, γιατί ξέραμε καλά ότι η σημαία για το στρατιώτη είναι το ιερότερο σύμβολο. Για τούτο και στη μάχη, όταν σκοτωθεί ο σημαιοφόρος, πρέπει αμέσως να την πάρει άλλος, γιατί πρέπει να είναι πάντα ψηλά.
Για αυτό λοιπόν κι εμείς οι δύο είμαστε αποφασισμένοι, αν μας ανακάλυπταν, να πέσουμε απ' την Ακρόπολη και να σκοτωθούμε, γιατί ξέραμε ότι αν μας έπιαναν οι Γερμανοί θα μας εκτελούσαν. Και, βέβαια, βρίσκαμε καλύτερο -στην προκειμένη περίπτωση- να πάμε μόνοι μας, γιατί οι Γερμανοί θα μας βασανίζανε κιόλας.
Εκείνη την εποχή, οι Γερμανοί άρχισαν την επίθεση στην Κρήτη, στις 20 Μαΐου 1941. Στην αρχή επιχείρησαν διά θαλάσσης, αλλά ο αγγλικός πολεμικός στόλος, με πολλά πολεμικά πλοία και παρά τις απώλειες που είχε απ' τη γερμανική αεροπορία, βούλιαζε τα μικρά αποβατικά πλοία των Γερμανών και έτσι αυτοί είδαν ότι διά θαλάσσης δεν μπορούν, και αποφάσισαν να επιτεθούν στην Κρήτη από αέρος, με ειδικό σώμα αλεξιπτωτιστών, το οποίο είχαν εκπαιδεύσει ειδικά, αλλά και με καταιγιστικούς βομβαρδισμούς με τα βομβαρδιστικά τους αεροπλάνα.
Σ' αυτή, λοιπόν, τη μάχη της Κρήτης λάβανε μέρος 5.000-7.000 γερμανοί αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι όμως υπέστησαν μεγάλες απώλειες, διότι οι Κρητικοί την ώρα που έπεφταν τους πυροβολούσαν και τους κυνηγούσαν όταν έφταναν στη γη, σε σημείο που αυτό το σώμα των αποδεκατισμένων αλεξιπτωτιστών δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε σε άλλη πολεμική επιχείρηση του γερμανικού στρατού, μέχρι το τέλος του πολέμου.
Κι αυτό έγινε γιατί, στη μάχη της Κρήτης, πολέμησε μαζί με το λίγο ελληνικό στρατό που βρέθηκε εκεί -και λίγους Αυστραλούς, λίγους Εγγλέζους και λιγότερους Νεοζηλανδούς- και ο κρητικός λαός, με ό,τι όπλα μπόρεσε να βρει. Κι αν είχαν σκεφτεί, μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου, να στείλουν στην Κρήτη ένα σύνταγμα της μεραρχίας των Κρητών εξοπλισμένο, οι Γερμανοί δεν θα κατελάμβαναν την Κρήτη.
Οι μέρες όμως περνούσαν και μαθαίναμε μερικά νέα, αλλά βλέπαμε από τις ανακοινώσεις των Γερμανών ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Οπότε, στις 29 Μαΐου, βγάζουν οι Γερμανοί μεγάλη ανακοίνωση, από τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες, ότι η μάχη της Κρήτης έληξε, με τη νίκη των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, και θριαμβολογούσαν για το γερμανικό στρατό.
Ο Μανώλης κι εγώ, εκτός απ' την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαμε ο ένας στον άλλο, είχαμε και την ίδια ιδιοσυγκρασία, κάναμε τις ίδιες αυθόρμητες σκέψεις και, με δυο λόγια, ταιριάζαμε πολύ, ιδιαίτερα στο θάρρος και την παλικαριά. Έτσι, καθώς το είχαμε αποφασίσει, σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να δείξουμε στους Γερμανούς ότι ο αγώνας συνεχίζεται∙ δεν σημαίνει ότι επειδή έπεσε η Κρήτη χάθηκε ο πόλεμος. Και όπως ήμασταν και νέοι που έβραζε το αίμα μας -όπως όλων των νέων- είχαμε θυμώσει με τις θριαμβολογίες και την αλαζονεία τους. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, πήγαμε στην Ακρόπολη.
30 Μαΐου 1941, βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε σιγά σιγά πατώντας στα μαδέρια. Αφού ανεβήκαμε στην επιφάνεια, το ζήτημα τώρα ήταν να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται ο σκοπός. Αποφασίσαμε να χωριστούμε: πήγε ο ένας από τη μια μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και ρίχναμε πετραδάκια σε διάφορες κατευθύνσεις, για να ιδούμε αν θα υπάρξει από κάπου αντίδραση. Τίποτα. Ησυχία. Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός.
Στο μεταξύ, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν για τη νίκη της Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια, οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Ανεβήκαμε από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο της σημαίας και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο κι ήταν δεμένη με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες απ' έξω από το βράχο και τη συγκρατούσαν, γιατί όταν είχε αέρα έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία, λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο μόνος τρόπος για να κατέβει η σημαία ήταν ν' ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ως το δύσκολο σημείο -γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλίστραγε- κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε !
Εδώ, σ' αυτό το σημείο, θα πω τη σκέψη μου, εκείνη τη σκέψη, τη μεγαλοφυή σύλληψη, με την οποία εμείς οι δυο, νέα, δεκαεννιάχρονα παιδιά μιας σκλαβωμένης χώρας, άοπλα, βεβηλώσαμε το σύμβολο του Χίτλερ, και τον χτυπήσαμε στην καρδιά. Η σύλληψη και η απόφαση για την πράξη μας αυτή, αλλά και ο τρόπος εκτέλεσής της, έδειξε στρατηγική ωριμότητα, απίστευτη γενναιότητα και αυτοθυσία.
Μέσα μας κυριάρχησε η αίσθηση, ότι ήταν μεγάλη εκείνη η στιγμή, με το λιγοστό φώς του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που εκπροσωπούσαν 3.000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί -αισθάνθηκα εγώ, αλλά πιστεύω και ο Μανώλης- ότι και 10 ζωές αν είχα θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα κι αμέσως, με ένα μαχαιράκι που είχα μαζί μου, κόψαμε από ένα κομμάτι καθένας, απ' τον αγκυλωτό σταυρό, και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας τεράστιος μπόγος και, φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε, σκεφτήκαμε να τη ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: «Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος!»
Παρ' όλη την κούραση, την προχωρημένη ώρα και το ότι έπρεπε να επιταχύνουμε τη φυγή μας, το καθάριο νεανικό μας μυαλό δούλεψε μεθοδικά κι αφήσαμε κι οι δυο τα δακτυλικά μας αποτυπώματα πάνω στον ιστό -επειδή γνωρίζαμε ότι οι Γερμανοί ήταν μεθοδικοί και οργανωμένοι- ούτως ώστε να μην επιβαρυνθούν, από τις έρευνες που θα κάνανε μετά, άλλοι, αθώοι! Ακόμα, φεύγοντας, σκεφτήκαμε να πατάμε στις ράγες του τραμ, για να χαθούν τα ίχνη μας, αν θα έφθαναν μέχρι εκεί με σκυλιά οι Γερμανοί.
Ρίχνουμε λοιπόν τη σημαία στο ξεροπήγαδο, ρίχνουμε και από πάνω πέτρες και χώματα, κατεβαίνουμε, ανοίγουμε με προφύλαξη την πόρτα και φεύγουμε...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου