συνωστισμός ο [sinostizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνωστίζομαι. α. το στρίμωγμα πολλών ανθρώπων σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο: Tις παραμονές της πρωτοχρονιάς προκαλείται μεγάλος ~ στα εμπορικά καταστήματα. β. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων που συνωστίζονται: Xαθήκαμε μέσα στο συνωστισμό. Aποφεύγω το συνωστισμό.
[λόγ. συνωστισ- (συνωστίζομαι) -μός]
(κλικ στην εικόνα για μεγαλύτερο μέγεθος)
Η κεντρική παραλία του Βrighton, στο East Sussex, με θερμοκρασία 31,4 βαθμών Κελσίου, την υψηλότερη που καταγράφηκε μέχρι στιγμής το φετινό καλοκαίρι στα βρετανικά νησιά
(16/07/2013)
μια καθημερινή μέρα στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας
(πηγή εικόνων: protothema.gr/ iefimerida.gr)
...."πατείς με-πατώ σε" στην κυριολεξία...καλέ, τέτοιου είδους συνωστισμό της φωτό είχαμε να δούμε από την εποχή του Woodstock...:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι ακριβώς! 31 βαθμούς Κελσίου πρέπει να είναι κάτι ασυνήθιστο γι' αυτούς.
ΑπάντησηΔιαγραφή